νερόκρασο

νερόκρασο
τό
1) вино, разбавленное водой; 2) второсортное вино (от повторных выжимок)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νερόκρασο" в других словарях:

  • νερόκρασο — το 1. κράμα κρασιού και νερού 2. κρασί που προέρχεται από το δεύτερο πάτημα τών σταφυλιών τα οποία έχουν διαβραχεί με νερό …   Dictionary of Greek

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»